- φωνογράφος
- Συσκευή που χρησιμοποιείται για την εγγραφή, την αποτύπωση και την αναπαραγωγή του ήχου.
Ο φ. υπήρξε εφεύρεση του Αμερικανού Θωμά Έντισον (1877) και είναι η πρώτη συσκευή εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου. Στους πρώτους φ., εγγραφή γινόταν με βελόνα (ακίδα) επάνω σε κύλινδρο, ο οποίος ήταν σκεπασμένος με λεπτό στρώμα κεριού ή με λεπτό μεταλλικό φύλλο. Ο κύλινδρος περιστρεφόταν γύρω στον άξονά του και η βελόνα χάραζε ελικοειδή γραμμή, της οποίας το βάθος αυξομειωνόταν ανάλογα με την ένταση του ήχου (ομιλίας, μουσικής κλπ.). Σήμερα, η εγγραφή και αναπαραγωγή του ήχου γίνεται κυρίως με μαγνητόφωνο και με φωτοηλεκτρική μέθοδο, όπως στον ομιλούντα κινηματογράφο.
* * *και φωνόγραφος, ο, Ντο γραμμόφωνο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phonograph < φωνή + -γράφος*. Ο τ. φωνογράφος μαρτυρείται από το 1880 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως, ενώ ο τ. φωνόγραφος από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.